δροσερᾶν

δροσερᾶν
δροσερός
dewy
masc/fem gen pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δροσεράν — δροσερά̱ν , δροσερός dewy fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευάγητος — εὐάγητος, ον (Α) (για σύννεφα) λαμπρός, ευαγής («ἀρθῶμεν φανεραὶ δροσερὰν φύσιν εὐάγητον» ας υψωθούμε φανερά με τη λαμπρή και δροσερή μας όψη, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ευαγής II] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”